- παδόεις
- παδόεις, εσσα, εν, in fem. Παδόεσσα, as place-name, πάδος-A garden or grove, Schwyzer664.18 (Orchom. Arc., iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παδόεις — παδόεις, εσσα, εν (Α) (κυρίως το θηλ. ως τοπων.) Παδόεσσα τόπος γεμάτος από πάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάδος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek